Δάνειο ή αντιδάνειο, σίγουρα δε φτάνει ένα δάνειο…
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κολέγιο το [kolejio] O40 : 1α. εκπαιδευτικό ίδρυμα μέσης ή ανώτερης βαθμίδας, κυρίως σε χώρες της δυτικής Eυρώπης και στις HΠA. || Mπλούζα κολεγίου. β. ονομασία διάφορων ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων στοιχειώδους ή μέσης βαθμίδας. 2. (ειρ.) για χώρο ομαδικής διαβίωσης, όπου επικρατούν συνθήκες μεγάλης άνεσης και ελευθερίας, όπου έχουν χαλαρώσει τα αυστηρά μέτρα πειθαρχίας: ~ έχει γίνει ο στρατός. [λόγ. < αγγλ. college (στη σημ. 1) < λατ. colleg(ium) `αδελφότητα, εταιρεία΄ -ιον κατά τη μορφή της λατ. λ.]
[Λεξικό Κριαρά]
κολλέγιον το· κολλέγιο. Ανώτατο συμβούλιο, δικαστικό σώμα: πρίντσιπες και κολλέγιο … εκάμανε κονσέγιο (Τζάνε, Κρ. πόλ. 39915). [μτγν. ουσ. κολλήγιον. Η λ. στο Meursius. Ο τ. και σήμ.]
[Επίτομο Λεξικό Δημητράκου]
*κολλέγιον το Ν -ο Δ σχολή μέσης ή κ. ανωτέρας εκπαιδεύσεως. 2 πανεπιστημιακόν οικοτροφείον μετά φροντιστηρίων προπαρασκευής κ. ασκήσεως των φοιτητών (ιδίως εν Αγγλία) 3 Κολλέγιον της Γαλλίας, ανώτατον εκπαιδευτικόν ίδρυμα ελευθέρας ερεύνης εις Παρισίους.
[Λεξικό Μπαμπινιώτη]
κολέγιο Ο28 1 ίδρυμα ανώτατης εκπαίδευσης κυρ. της Δ. Ευρώπης και των Η.Π.Α. 2 εκπαιδευτικό ίδρυμα δευτεροβάθμιας ή ανώτατης εκπαίδευσης, που διαθέτει συνήθ. και οικοτροφείο 3 (μτφ.-ειρ.) χώρος, όπου, παρά τα αναμενόνενα, επικρατούν συνθήκες ιδιαίτερης άνεσης: εδώ δεν είναι στρατώνας, είναι ~.
[Λεξικό Δημοτικής ΕΕΕ, 1977]
κολέγιο (το) (ουσ. ξ.λ.) = γυμνάσιο || οικοτροφείο πανεπιστημίου με φροντιστήριο
[Μείζον Ελληνικό Λεξικό]
κολέγιο, (το) ουσ. (Κ κολλέγιον) τύπος σχολής μέσης εκπαιδεύσεως, συνήθως με οικοτροφείο | πανεπιστημιακό οικοτροφείο με φροντιστήριο [<λατιν. collegium· η σημερ. σημ. απu το αγγλ. college]
…κούραση…
Όρεξη που την έχεις μες το κατακαλόκαιρο!!!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Δεν είναι υποχρεωτική η ανάγνωση! :-P
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
ρε δε γαμιεσε λεω γω ,τοσα χρονια το φωναζω
και τωρα το θημυθηκατε και συ και οι αλλοι
εισαστε ολοι για το πουτσο μου φαινετε παλικαρι
Μου αρέσει!Μου αρέσει!